- ονυχόλυση
- ηιατρ. συγγενής ή επίκτητη μερική ή ολική αποκόλληση τού νυχιού που αρχίζει από το ελεύθερο, κατά κανόνα, χείλος του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onycholysis (< όνυχας + [i]λύση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek